Το πρωί της Πέμπτης 19 Ιανουαρίου, συνεχίστηκε η δίκη για τη φονική πυρκαγιά στο Μάτι με την κατάθεση του ζεύγους που έχασε τις δίδυμες κόρες του στο τραγικό συμβάν. Αρχικά, μίλησε στο δικαστήριο η μητέρα των παιδιών, Γεωργία Ξυραφάκη, η οποία δήλωσε πως: "Στις επτά παρά το απόγευμα μίλησα με την κουνιάδα μου. Μου είπε ότι μίλησε με τη μητέρα της και είναι στον δρόμο. Πήρα τηλέφωνο τον σύζυγό μου να τον ρωτήσω πού βρισκόταν και του είπα πως οι γονείς σου και τα παιδιά μας έχουν ξεκινήσει για Νέα Μάκρη. Μου λέει εντάξει έρχομαι και εγώ σπίτι. Ξεκίνησα να παίρνω τηλέφωνο την πεθερά και τον πεθερό μου αλλά δεν μπορούσα να τους πιάσω. Εκεί άρχισα να ανησυχώ. Ήθελα να δω τι συνέβαινε. Με πήρε ξανά τηλέφωνο ο σύζυγός μου. Μιλήσαμε και πάλι με την αδελφή του. Είχε επικοινωνία με τη μητέρα της, ήταν στη λεωφόρο Μαραθώνος στη στάση Ραφήνας και της είπε ότι είχαν φωτιές. Τότε αρχίσαμε να ανησυχούμε πραγματικά. Ανοίξαμε ειδήσεις. Παίρναμε τηλέφωνο τα πεθερικά συνεχόμενα. Δεν πιάναμε γραμμή. Παίρναμε αστυνομία, τους λέγαμε ότι τα παιδιά και τα πεθερικά μου πήγαιναν προς Νέα Μάκρη, μας είπαν ακόμα δεν είχαν εικόνα. Τότε ο σύζυγός μου πήρε μηχανάκι και μου είπε θα πάω προς τα εκεί να τους ψάξω. Του λέω σε παρακαλώ γύρνα πίσω αν έχει γίνει κάτι κακό μη χάσω και εσένα!
Μας είπαν δεν έχουμε να σας πούμε κάτι, εφόσον δεν έχουμε βρει κάτι. Θα πρέπει να ψάξετε στους πεθαμένους, θα πρέπει να πάτε στο Γουδί να δώσετε γενετικό υλικό και ίσως βρεθεί κάτι. Πήγαμε, δώσαμε γενετικό υλικό και περιγραφή του τι φορούσαν. Φύγαμε και κατευθυνθήκαμε στο Σχιστό. Εκεί, έτυχε να δούμε ένα βίντεο με ένα αλιευτικό που είχε διασώσει άτομα και ανάμεσα τους ήταν κάτι παιδάκια που έμοιαζαν με τα κορίτσια μας. Μας έδωσε ελπίδες. Ήμασταν σχεδόν σίγουροι ότι ήταν αυτές. Φύγαμε και πήγαμε προς τον ALPHA που είχαμε δει αυτό το βίντεο. Δυστυχώς, δεν μπορέσαμε να το βρούμε και φύγαμε. Παράλληλα, κάποιοι έπαιζαν με το μαρτύριο μας. Μας έπαιρναν τηλέφωνο και μας έλεγαν ότι, είχαν δει ζωντανά τα παιδιά! Μας έλεγαν τα παιδιά σας είναι εδώ, τρώνε παγωτό, άλλοι μας έλεγαν ήταν εδώ δίπλα μας και καίγονταν. Λέγαμε αποκλείεται, οι παππούδες θα έκαναν τα πάντα για να είναι σώα και αβλαβή.
Στις 27/7 ταυτοποιήθηκαν οι σοροί των πεθερικών μου. Μας είπαν ότι υπήρχαν και σοροί μικρότερης ηλικίας. Δυστυχώς, μάθαμε ότι ήταν τα δικά μας παιδιά την επόμενη ημέρα, με τα πεθερικά μου κάτω, τα παιδιά στη μέση και τον πεθερό μου από πάνω με ανοικτές αγκαλιές. Τους ήταν δύσκολο να ταυτοποιήσουν ποια είναι ποια. Επειδή ήταν δίδυμα και ίδια ηλικία δεν μπορούσαν να ταυτοποιηθούν με αποτέλεσμα να τους κηδεύσουμε 3 Αυγούστου 2018. Τους είχαμε φτιάξει κάτι μασελάκια και μόνο έτσι μπορέσαμε να καταλάβουμε ποια είναι ποια. Δε μας τις δίνανε ούτε για να τις θάψουμε".
Αντίστοιχα, ο πατέρας των παιδιών, Γιάννης Φιλιππόπουλος, δήλωσε ότι: "Επικοινώνησα με την αδελφή μου. Μου είπε ότι, οι γονείς μας έχουν μπλέξει με φωτιές. Ενημερώσαμε τη γυναίκα μου. Κάποια στιγμή μετά από πολύ ώρα είχαμε απελπιστεί. Παίρνω μηχανάκι, περνάω και το λιμάνι της Ραφήνας και προχωράω, έχω φτάσει και στο Κόκκινο Λιμάνι. Έκαναν προσπάθειες να με σταματήσουν αλλά μόνο αν με πυροβολούσαν θα με σταματούσαν. Ήταν παντού φωτιά, απελπίστηκα, γύρισα μήπως βρω κάποιον να ρωτήσω. Δεν έβρισκα κανέναν. Εκεί στον δρόμο υπήρχε ένα βενζινάδικο στη Ραφήνα και τους λέω τι κάνετε εδώ φύγετε είναι επικίνδυνο. Εγώ που είμαι ένας απλός πολίτης και τους έδιωξα.
Πήγαμε στο Γουδί. Έδωσαν πρώτα έμφαση σε εμένα δυστυχώς έχω τζακ- ποτ και γονιός και παιδί στα θύματα. Πάμε στο Σχιστό και όπως περιμέναμε, δυστυχώς είδαμε ένα βίντεο από ένα αλιευτικό να βγαίνουν δύο κοριτσάκια, μοιάζανε καταπληκτικά, θέλαμε να δώσουμε ελπίδα στον εαυτό μας ότι ζούνε, επειδή ξέρω ότι οι γονείς μου θα πέθαιναν για να ζήσουν τα κορίτσια. Η απελπισία με οδήγησε στα κανάλια, όπου έδωσα το τηλέφωνό μου για να συγκεντρώσω πληροφορίες για τα παιδιά. Με έπαιρναν τηλέφωνο και μου έλεγαν έλα έχουμε τα παιδιά σου, τα σκοτώνουμε, μου έκαναν παιδικές φωνές και βάζανε τα γέλια. Στο οικόπεδο με τα 26 πτώματα ήταν το πρώτο αμάξι του πατέρα μου, αφού έκαναν έρευνες βρήκαν αυτή την υπέροχη άμορφη μάζα, η μανούλα μου από κάτω, τα κορίτσια στη μέση και ο πατέρας μου από πάνω. Υποψιάστηκαν πως πρόκειται για την οικογένειά μου αλλά έπρεπε να το αποδείξουνε με DNA. Εάν εκείνη την ημέρα δεν ήταν Δευτέρα και ήταν Κυριακή θα είχαμε χιλιάδες θύματα. Ο πατέρας μου δεν ήταν χαζός να πάει στο στόμα του λύκου. Το αμάξι ήταν κλειδωμένο που σημαίνει είχε ψυχραιμία να πάει στη θάλασσα.
Μου είπαν αν σε ανακουφίζει αυτό τα κοριτσάκια λόγω ηλικίας πέθαναν νωρίτερα. Που σημαίνει πως οι γονείς που κουβαλούσαν δύο νεκρά κορίτσια, δεν τα εγκατέλειψαν. Αγκάλιασαν τα κορίτσια, έριξαν ένα βλέμμα μεταξύ τους και τους κύκλωσε η φωτιά. Μου λένε τα κορίτσια δεν μπορούμε να τα δώσουμε γιατί δεν μπορούμε να ταυτοποιήσουμε ποια είναι η Σοφία και η Βασιλική. Τους λέω κάντε μία αεροβάπτιση, αν είναι δυνατόν. Ζήτησε η γυναίκα μου τα εκμαγεία από τον οδοντίατρο, τα παραδώσαμε στο νεκροτομείο, μας δώσανε τα κορίτσια. Μετά από τρεις ημέρες μας ειδοποίησαν ότι η μανούλα μου, τα πόδια της ήταν μερικά μέτρα μακριά, και κάναμε μία συμπληρωματική ταφή τρεις ημέρες μετά. Τους είπα και σφράγισαν τα φέρετρα, ούτε πέντε κιλά δε ζύγισαν, μάτια δεν υπήρχαν, τα χεράκια τους είχαν σουρώσει. Ζήτησα να κατεβάσω εγώ τα φέρετρα, σαν τελευταίο αντίο, δεν μπορούσα να κόψω λίγο μαλλάκι, να έχω να θυμάμαι. Ζήτησα αυτό".