Συνεχίστηκε η δίκη για τη φονική πυρκαγιά στο Μάτι, με την κατάθεση της Αναστασίας Φράγκου, της οποίας άνηκε το κτήμα, όπου 26 άνθρωποι κάηκαν ζωντανοί: "Κατηγορηθήκαμε πανελληνίως σε σύσκεψη υπουργών την επόμενη της φωτιάς για την απώλεια 26 ατόμων που βρέθηκαν απανθρακωμένοι στην έκτασή μας. Μας κατηγόρησαν ως καταπατητές. Το κράτος έχει καταστήσει όλους τους πολίτες ομήρους σε μία ψευδή συνθήκη. Το σπίτι μου δεν είναι αυθαίρετο και δεν υπήρξα ούτε εγώ καταπατήτρια, ούτε η οικογένειά μου. Το οικόπεδό μας δεν έχει σκαλοπάτια προς τη θάλασσα με την κλασική έννοια. Είναι σκαλεμένα σκαλοπάτια από τον παππού μου στους βράχους. Δεν είναι βατά, είναι γκρεμός. Από εκεί σώθηκαν όσοι σώθηκαν, 40 άνθρωποι. Δυστυχώς, δεν τα κατάφεραν οι 26 διότι τους πρόλαβε θερμικό κύμα. Αυτό το αφήγημα ότι δήθεν οι κάτοικοι φταίνε, δεν αληθεύει. Δε φταίνε τα σπίτια, υπήρχαν δίοδοι. Δεν υπήρξε ειδοποίηση από κανέναν. Καήκαμε σαν τα ποντίκια. Είναι άθλιο και χυδαίο να έχουμε επίθεση από το κράτος σε ανθρώπους που έχασαν τους δικούς τους και όλη την περιουσία τους".
Στη συνέχεια, κατέθεσε ο Αντώνης Γιαννακοδήμος, ο οποίος έχασε τον πατέρα του στη φωτιά, λέγοντας πως: "Ζήσαμε τον απόλυτο φόβο, την εξαθλίωση, την ταπείνωση, εγκαταλελειμμένοι από τους πάντες. Σε γνωστό τηλεοπτικό σταθμό έλεγαν στις 12:00 το βράδυ μάλλον έχουμε νεκρό. Μάλλον! Αυτό με έχει σημαδέψει. Δεν υπήρξε καμία ενημέρωση. Έξι παρά είδα καπνό, μαύρο, νοτιοδυτικά. Βγαίνω έξω ανεβαίνω στη Μαραθώνος και έχω φωτιά στα 50 μέτρα. Σε κατάσταση πανικού επιστρέφω σπίτι, ειδοποιώ τους γονείς μου, πως υπάρχει φωτιά και πρέπει να φύγουμε. Μπαίνω στο αυτοκίνητο με την οικογένειά μου και από πίσω, είναι ο πατέρας μου με το αυτοκίνητο. Κατεβαίνω προς τη θάλασσα, σε κατάσταση πανικού. Από πίσω προσπαθεί ο πατέρας μου να μπει στο αυτοκίνητο. Δυστυχώς, πέφτει ένα δέντρο και κλείνει τον δρόμο κάθετα ανάμεσα στο δικό μου αυτοκίνητο και του πατέρα μου. Είδα το πίσω μέρος του αυτοκινήτου του να παίρνει φωτιά, τον είδα να πηγαίνει προς Μαραθώνος. Δεν υπήρχε επιλογή, συνέχισα ευθεία και πρέπει να μπήκα δεύτερο-τρίτο αμάξι στο λιμάνι του Ματιού, στις 6:30. Μείναμε στο λιμάνι μέχρι τις δώδεκα τα μεσάνυχτα".
Επιπλέον, κατέθεσε και η μάρτυρας, Σουμέλα Χατζηλαζαρίδου, η οποία έμεινε στη θάλασσα για έξι ώρες: "Δεν ήταν κανείς μαζί μου. Έμεινα εντελώς μόνη. Μου είπαν ότι ήταν 10-12 Μποφόρ. Άρχισα να κολυμπάω, σε μία φουρτουνιασμένη θάλασσα. Όλα ήταν μαύρα, δεν μπορούσα να δω και επικρατούσε απόλυτη σιωπή. Φανταστείτε έναν άνθρωπο, 65 ετών, σε μία αγριεμένη θάλασσα, που δε φαινόταν τίποτα και μέσα στην απόλυτη σιωπή. Οι ώρες περνούσαν. Στράφηκα στην Παναγία και είπα “αν θέλεις να χαθώ, να χαθώ τώρα, αλλιώς δείξε μου τα σημάδια”. Δεν πέρασαν ούτε πέντε λεπτά και ακούω φωνές ανθρώπων, που φωνάζανε βοήθεια, 11-11:30, δεν ξέρω ακριβώς τι ώρα ήταν. Ήταν έξι άτομα. Κανέναν τους δε γνώριζα. Η μία κοπέλα ρώταγε τη μαμά της εάν θα πεθάνουμε και εμείς, καθώς πριν είχε χάσει τον αδελφό της και μία φίλη τους. Το άλλο το κορίτσι το είχε πιάσει κρίση πανικού και την πήρα και την έσερνα. Δεν την έχω βρει. Κάποια στιγμή είχαν έρθει πάνω μου κάτι σαν ξύλα, έτσι νόμιζα. Ήταν πτώματα. Αρχίσαμε να κρυώνουμε και να έχουμε κράμπες. Εγώ ήμουν η πιο αισιόδοξη, διότι έλεγα είμαστε τόσο κοντά στην Αθήνα! Δεν μπορεί να μην έρθουν να μας σώσουν. Τίποτα όμως, κανείς. Όπως κανείς δε μας ειδοποίησε να φύγουμε.
Όχι, του Λιμενικού που φώναζα εγώ. Ένα ψαροκάικο, γρι-γρι από την Εύβοια ήταν. Κολυμπήσαμε και φτάσαμε. Μας έριξαν σκοινιά. Ξαφνικά εμφανίστηκαν και άλλοι άνθρωποι. Μία κυρία που πήγε να ανεβεί έπαθε ανακοπή. Τότε φοβήθηκα και τους είπα δεν μπορώ να ανέβω και μου είπαν πως θα έρθει μία βάρκα. Ανεβήκαμε στο ψαροκάικο. Κάτω ήταν μία οικογένεια, την κοπέλα που έπαθε την ανακοπή την είχαν βάλει στην άκρη. Φτάσαμε στο σημείο διασώστες μας να είναι Αιγύπτιοι ψαράδες. Μας συμπεριφέρθηκαν με εξαιρετική ευγένεια, μας κέρασαν γκοφρέτες, βέβαια κανείς δεν έφαγε, μας έδωσαν τηλέφωνο. Δεν ήταν οι δρόμοι, οι δίοδοι, τα σκαλοπάτια που δεν είχαμε. Είναι που δεν ήρθε κανείς! Είναι αλήθεια πως είχαμε συχνά φωτιές, αλλά είχαμε ομάδες που περιπολούσαν, είχανε και στρατό φέρει μία φορά. Τώρα κανείς δεν ειδοποίησε κανέναν. Μία ντουντούκα και ένα τρίκυκλο να είχαν φέρει, θα το άκουγε όλος ο κόσμος και θα φεύγανε. Εμείς φύγαμε, οι άλλοι κοιμόντουσαν, έλεγαν δε θα πιάσει ποτέ εδώ".