Τη Δευτέρα 23 Ιανουαρίου, συνεχίστηκε στο Τριμελές Πλημμελειοδικείο η δίκη για τη φονική πυρκαγιά στο Μάτι με την κατάθεση της Ελένης Παπαστόλου, η οποία βρισκόταν για τέσσερις ώρες μέσα στη θάλασσα με τους γονείς της. Ειδικότερα, η κ. Παπαστόλου ανέφερε πως: "Ήμασταν στο έλεος του θεού. Δε χωριστήκαμε, καταφέραμε και μείναμε εκεί και οι τρεις μας. Οι γονείς μου προσεύχονταν. Καθίσαμε περίπου μια ώρα από τότε που μπήκαμε στο νερό, να παλεύουμε. Είδα τον πατέρα μου να κάνει εμετούς. Σήκωσε τα χέρια και ζήτησε συγχώρεση από το θεό. Ένας ρόγχος και μετά εξέπνευσε. Έκανα την κίνηση να του κλείσω τα μάτια. Τον γυρίζω ανάποδα. Φορούσε το ράσο. Δένω το ράσο με τη μάνα μου και της λέω να κρατηθεί από εμένα, θα πηγαίναμε κόντρα στα κύματα. Πώς βρήκε τη δύναμη; Μου είπε συνέχισε. Δε θα τον αφήναμε. Δεν υπήρχε καμία βοήθεια. Κολυμπούσαμε. Η μητέρα μου από τη μια μεριά εγώ από την άλλη και ο πατέρας στη μέση. Μαμά ένας νεκρός, είπε ένα παιδάκι δίπλα μας για τον πατέρα μου. Η μάνα μου έλεγε παιδί μου άφησε μας, άφησε με να πάω με τον πατέρα σου. Κρύωνε. Της είπα αν σε αφήσω θα πνιγώ. Κάποια στιγμή είδαμε τα φώτα της Ραφήνας. Φτάσαμε κοντά σε μια βάρκα. Να είναι καλά οι άνθρωποι αυτοί! Έτσι μπόρεσαν κάποιοι να σωθούν. Η Αγία Άννα, το καΐκι μας έσωσε. Εποχιακοί ψαράδες, αυτά τα παιδιά μάζεψαν κόσμο από τη θάλασσα.
Σηκώσανε τον πατέρα μου του έκαναν τις πρώτες βοήθειες. Η μητέρα μου σπαρτάραγε, είχε σπασμούς. Μας έφεραν κουβέρτες και νερά. Φτάσαμε στο λιμάνι της Ραφήνας, μας πήραν το ονόματά μας, ο πατέρας μου ήταν τυλιγμένος σε μια κουβέρτα. Ένας Αιγύπτιος έκανε την προσευχή του, σεβάστηκε το νεκρό. Δεν υπήρχε όμως κανείς να τον παραλάβει. Δεν μπορούσε να γίνει η παραλαβή, ο καπετάνιος ήθελε να φύγει κινδύνευαν και άλλοι. Κάποια στιγμή ήρθε ένα αγροτικό. Το κράτος πού ήταν, δεν ξέρω. Δεν μπόρεσα να αποχαιρετήσω τον πατέρα μου, να του πω αυτά που ήθελα, να τον χαϊδέψω. Τον κράτησαν πέντε - έξι ώρες, κάνανε πλειστηριασμό τα γραφεία τελετών. Ούτε σε ψυγείο, ούτε σε σάκο. Όλη την εβδομάδα περιμέναμε να μας πουν. Μια τον πήγαιναν στο Σχιστό μια στο Γουδί. Πηγαινοφέρνανε και τις σορούς εκτός ψυγείου; “Δώστε τον μας, να τον θάψουμε” τους λέγανε. Μας απαντούσαν ότι χρειάζεται ταυτοποίηση. Μα εμείς τον παραδώσαμε. Ο αδελφός μου έδωσε DNA. Εκείνη την ημέρα δε δούλεψε τίποτα. Όλοι όσοι είχαν τον συντονισμό δεν έκαναν σωστά τη δουλειά τους. Έχω εναποθέσει όλες μου τις ελπίδες στην κρίση σας".
Στη συνέχεια κατέθεσε η Μαρία Τσέκου, η οποία περιέγραψε το χαμό του συζύγου της που έφυγε από τη ζωή μετά από είκοσι ημέρες νοσηλείας στον Ευαγγελισμό, λόγω των εγκαυμάτων του: "Αποφασίσαμε να φύγουμε, λόγω της κάπνας με το σύζυγό μου. Να συναντηθούμε στη Ραφήνα. Εγώ με την κόρη μας και πίσω μας έρχονταν ο σύζυγος. Στη διαδρομή τον παίρναμε τηλέφωνο αλλά δεν απαντούσε. Μάθαμε ότι τον πήγαν στον “Ευαγγελισμό”. Είχε 85% εξωτερικά εγκαύματα και 25% εσωτερικά. Πήγαμε. Τι να σας πω τώρα; Ήταν καμένος. Μάθαμε από μια γειτόνισσα ότι είχε βοηθήσει έναν ανάπηρο γείτονά μας και τη γυναίκα του. Είκοσι ημέρες νοσηλεύτηκε. Δεν μπορώ αυτή την ημέρα να την ξεχάσω όσο ζω".