Την Τρίτη 17 Ιανουαρίου, συνεχίστηκε η δίκη για τη φονική πυρκαγιά στο Μάτι, με την κατάθεση της Βασιλικής Μίχας, η οποία έχασε τον αδερφό της στο τραγικό συμβάν:
"Ήμασταν μαζί με τη μητέρα μου, τον αδερφό μου και τη φίλη του, την Αμαλία. Αιφνιδιαστήκαμε από τη φωτιά. Υπήρχε κατάσταση πανικού από το πουθενά και ξαφνικά. Βρεθήκαμε μποτιλιαρισμένοι στο όχημα. Για να φύγουμε αφήσαμε το αυτοκίνητό μας και πήγαμε προς τη θάλασσα, με τη φωτιά να μας ακολουθεί. Αν είχαμε καθυστερήσει να φύγουμε δύο-τρία λεπτά, η φωτιά θα μας είχε προλάβει και θα είχαμε καεί μέσα στο αυτοκίνητο. Δεν υπήρχε κάποιος να μας ειδοποιήσει. Να χτυπήσει μια καμπάνα. Ένας να είχε ειδοποιήσει κάποιον θα είχαμε φύγει και τα πράγματα θα ήταν τελείως διαφορετικά. Δεν υπήρχε οξυγόνο. Τα κουκουνάρια που καίγονταν έπεφταν πάνω μας. Και για να μην καούμε τρέχοντας μπήκαμε στο νερό.
Η Αμαλία δε θα τα κατάφερνε. Η μητέρα μου θεώρησε σωστό να την κρατήσει δίπλα της γιατί πιστεύαμε ότι κάποιος θα έρθει να μας μαζέψει. Ήθελε να την πάει στα παιδιά της. Μόλις ο αδερφός μου αντιλήφθηκε ότι η Αιμιλία δεν ήταν στη ζωή πανικοβλήθηκε. Μετά από δύο κύματα, έφυγε. Ήταν γυρισμένος ανάποδα. Η μαμά μου, δεν ξέρω πώς άντεξε και το αντιμετώπισε. Τον γύρισε, είδε το πρόσωπό του και ήταν μαύρος. Δεν το πίστευα ότι είχε φύγει. Μου έλεγε "ο Βίκτωρας δεν είναι, πλέον, στη ζωή". Περίμενα κάποιον να έρθει. Τον κρατούσα. Μου είπε "αν συνεχίσεις να τον κρατάς θα φύγεις και εσύ, θα φύγω και εγώ". Για να μη χωριστούμε δέσαμε ένα ρούχο στους καρπούς μας. Είχαμε μόνο η μία την άλλη και κοιτούσαμε τον ουρανό περιμένοντας κάποιος να μας πετάξει ένα σωσίβιο. Τρέμαμε από το κρύο και την κούραση. Γυρνάω και λέω στη μαμά μου: "Θα πεθάνουμε και εμείς;". Δε μου απαντούσε. Το πρόσωπο της ήταν μαύρο. Ήξερα πως αν έφευγε η μάνα μου θα έφευγα και εγώ. Δε θα τα κατάφερνα. Στις 11 τη νύχτα ήρθε η σωτηρία για αυτές όταν ένα καϊκι τούς πέταξε δύο σωσίβια. Εκείνη την ώρα έκλαιγα. Δεν ήξερα τι έπρεπε να αισθανθώ. Είχα αφήσει πίσω μου τον αδερφό μου. Λες και με είχαν κόψει στα δύο. Η άφιξη στο λιμάνι της Ραφήνας ήταν οδυνηρή, καθώς εκεί βρεθήκαμε στο έλεος του Θεού.
Το σώμα του αδερφού μου ήταν μέσα στη θάλασσα. Αυτό που ζήσαμε να περιμένουμε πάνω από ένα τηλέφωνο να μας πουν πού βρίσκεται, δεν ξέρω. Σε ποιον άνθρωπο αξίζει κάτι τέτοιο μαρτύριο; Προσευχόμαστε να βρεθεί το σώμα του. Την επόμενη Δευτέρα μάς είπαν ότι είχε βρεθεί και έγινε και ταυτοποίηση. Δεν μπορέσαμε να τον δούμε, να τον αποχαιρετήσουμε για τελευταία φορά. Τον αποχαιρετήσαμε μέσα σε ένα κλειστό φέρετρο. Στα πρώτα γενέθλια του αδερφού μου, τη μητέρα μου την έπιασε κρίση πανικού γιατί δεν μπορούσε να το αντέξει. Μισή ώρα μακριά από τη Βουλή, είμαστε μια Ευρωπαϊκή χώρα εμείς; Πού είναι το κράτος; Δεν ντρεπόμαστε λίγο; Ντροπή μας αυτά που γίνονται. Κάθε καλοκαίρι εγώ φοβάμαι, πλέον, για τη ζωή μου. Φοβάμαι να ζήσω τη ζωή μου σε αυτήν τη χώρα γιατί ξέρω ότι δε θα υπάρξει κανείς να με προστατεύει. Πού ήταν οι αρμόδιοι; Πού βρίσκονταν; Αν συνέβαινε ένας πόλεμος, σε όλους εσάς μιλάω, τι θα γινόταν; Το κράτος μας έχει πέσει σαν τραπουλόχαρτο έναν προς έναν. Αυτά που συνέβησαν είναι εγκληματικά. Έχετε ακούσει όλες τις μαρτυρίες των ανθρώπων που πνίγηκαν, κάηκαν ζωντανοί ουρλιάζοντας και όλα αυτά γιατί κανείς δεν έκανε τη δουλειά του. Ένας να είχε κάνει τη δουλειά του θα είχαν σωθεί οι περισσότεροι".
Η δίκη θα συνεχιστεί την Πέμπτη 19 Ιανουαρίου.