Μιλώντας στο iatropedia.gr, ο διευθυντής της Β’ ΜΕΘ του Παπανικολάου Θεσσαλονίκης, Νίκος Καπραβέλος, δήλωσε ότι ο κορονοϊός και η γρίπη αναμένεται να πιέσουν τις επόμενες εβδομάδες τα νοσοκομεία, καθώς από τον Νοέμβριο και μετά τα κρούσματα κορονοϊού, αλλά και της εποχικής γρίπης θα αυξηθούν σημαντικά. Επιπλέον, ο κ. Καπραβέλος ανέφερε ότι: “Βρισκόμαστε στα πρόθυρα του 7ου κύματος. Μόνο που η παραλλαγή αυτή, δεν είναι ίδια με τις παλιότερες. Επομένως βλέπω μια ηπιότητα προς το παρόν στην όλη πανδημία. Θα έχει τη μεγάλη έξαρση τον Νοέμβρη – Δεκέμβρη, αλλά δε θα οδηγήσει σε κατάρρευση του σύστημα Υγείας.
Στις απλές κλίνες έχουμε από τώρα πολλές εισαγωγές και Covid και γρίπης. Και ιδιαίτερα στους ηλικιωμένους. Ταλαιπωρείται πολύς κόσμος, έρχονται πολλοί στα επείγοντα. Όμως, όταν εμείς βγάζαμε κραυγές αγωνίας το ’20 και το ’21, είχαμε μία παραλλαγή η οποία χτύπαγε πνεύμονα, δηλαδή το κατώτερο αναπνευστικό, που σημαίνει πως ήταν ζήτημα χρόνου να πιέσει και τις Μονάδες Εντατικής Θεραπείας. Αυτή τη στιγμή, δεν έχουμε τέτοια εικόνα για τις ΜΕΘ.
Από τώρα το προσωπικό βλέπει με ανησυχία μια τάση πίεσης που υπάρχει και μάλιστα σε όλη την Ελλάδα κι όχι μόνο στη Θεσσαλονίκη. Τα πρώτα σημάδια που βλέπουμε από τους δύο ιούς, της γρίπης και του κορονοϊού, είναι ανησυχητικά. Έχουμε πάρα πολλές μολύνσεις, έχουμε εισαγωγές σε ηλικιωμένους με υποκείμενα νοσήματα. Μία αύξηση υπάρχει και στις Μονάδες Εντατικής, αλλά η νέα παραλλαγή, όπως είπα και πριν, δε χτυπάει το κατώτερο αναπνευστικό σύστημα. Η νοσηρότητα θα αυξηθεί, η πίεση στο σύστημα Υγείας θα είναι μεγάλη, το προσωπικό είναι εξουθενωμένο. Έχουμε πολύ μεγάλες ανάγκες σε προσωπικό, που δεν το έχουμε, γιατί δεν έχει ενισχυθεί το σύστημα. Αυτά βλέπουμε εμείς αυτή τη στιγμή στις συσκέψεις που κάνουμε. Κι αυτό μεταδίδουμε και προς το Υπουργείο.
Φαντάζει πλέον ότι δε στερείται οποιασδήποτε βάσης η συνέχιση της αναστολής των υγειονομικών, έστω και αυτής της μικρής μερίδας που υπάρχει. Διότι το επιστημονικό κομμάτι αυτή τη στιγμή έχει λυθεί: και οι εμβολιασμένοι κολλάνε και μεταδίδουν. Από την άλλη μεριά, πάρα πολλοί υγειονομικοί δεν έχουν κάνει την τρίτη και τέταρτη δόση και ουσιαστικά είναι ακάλυπτοι μέσα στο νοσοκομείο. Οπότε δεν καταλαβαίνω τη σκοπιμότητα της συνέχισης μιας τέτοιας πρακτικής. Οι υγειονομικοί που βρίσκονται σε αναστολή υπάρχει άμεση ανάγκη να επιστρέψουν στο ΕΣΥ και για έναν επιπλέον λόγο. Σύμφωνα με τον νεότερο προγραμματισμό του Υπουργείου Υγείας, οι ασθενείς με Covid-19 δε θα νοσηλεύονται πλέον σε ειδικές κλινικές κορονοϊού.
Δεν έχει σημασία πόσοι είναι οι υγειονομικοί. Ακόμη και αυτούς τους λίγους τους χρειαζόμαστε. Είναι κρίμα γιατί το Υπουργείο έχει καταλήξει πως δε θα νοσηλεύονται σε ειδικές μονάδες Covid πλέον τα κρούσματα, αλλά στις ίδιες τις κλινικές. Κάθε κλινική δηλαδή, είτε είναι χειρουργική, είτε πνευμονολογική, είτε ορθοπεδική, ή ΩΡΛ, θα έχει τον δικό της θάλαμο Covid. Άρα θα χρειάζεται προσωπικό. Δεν είναι εύκολο να αντιμετωπιστεί χωρίς προσωπικό. Όλα αυτά μαζί συνθέτουν τα νέα χαρακτηριστικά της πανδημίας και τα καινούργια χαρακτηριστικά της αντιμετώπισής της. Οι αποφάσεις του Υπουργείου Υγείας για την ενίσχυση του ΕΣΥ με τη συμβολή των ιδιωτικών κλινικών κινείται σε σωστή κατεύθυνση.
Ωστόσο, οι ασθενείς δεν μπορούν να παραμείνουν για πολυήμερη νοσηλεία στα ιδιωτικά και επιστρέφουν στο ΕΣΥ. Κινείται σε σωστή κατεύθυνση το Υπουργείο, δηλαδή έχει ανοίξει και τις ιδιωτικές κλινικές. Αλλά στα ιδιωτικά δεν τους κρατάνε τους ασθενείς, γιατί εκεί πληρώνουν και τελικά τους στέλνουν πάλι στα δημόσια νοσοκομεία. Οι ιδιωτικές κλινικές δεν εφημερεύουν, αλλά παίρνουν ασθενείς μετά από συνεννόηση. Δεν είναι ότι ο ασθενής χτύπησε την πόρτα απευθείας στο ιδιωτικό.
Οι κατευθυντήριες οδηγίες σε όλο τον κόσμο είναι οι ίδιες. Από τη στιγμή που έχουμε χειμώνα και ζούμε σε κλειστούς χώρους, είτε σε μέσα μαζικής μεταφοράς, πρέπει να φοράμε μάσκες. Είναι ισχυρή σύσταση, μην το μπερδεύετε με τη διοικητική πράξη της επιβολής. Η σύσταση των γιατρών είναι, οι αδύναμοι που κινδυνεύουν πρέπει να φορούν μάσκα, γιατί αυτοί έχουν εξασθενημένο αμυντικό σύστημα. Και πρέπει οπωσδήποτε να κάνουν εμβόλια.
Ωστόσο, και στους εμβολιασμούς έχει παρουσιαστεί κόπωση. Δε βλέπουμε σήμερα να κάνουν οι άνθρωποι τόσο πολύ εμβόλια. Δεν υπάρχει κινητικότητα προς τους εμβολιασμούς. Δε μας ακούν. Ωστόσο, και μάσκες πρέπει να φοράμε και μάλιστα να κάνουμε διπλό εμβολιασμό γρίπης και κορονοϊού και πιο νωρίς απ’ ότι κάναμε πάντα τον εμβολιασμό της γρίπης. Για να πάμε πιο προφυλαγμένοι και να έχουμε πιο ήπια συμπτωματολογία και να μη χρειαστεί να μπούμε στο νοσοκομείο. Δε λέω ότι δε θα περάσουμε γρίπη ή κορονοϊό, αλλά θα το περάσουμε πιο ελαφριά και δε θα κάνουμε εισαγωγές”.